Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεπτούργημα
1 εγγραφή
λεπτούργημα το [leptúrjima] Ο49 : έργο λεπτής τέχνης, κομψοτέχνημα.

[λόγ. < ελνστ. λεπτουργη- (λεπτουργῶ) `κάνω λεπτή δουλειά΄, αρχ. σημ.: `αφηγούμαι με λεπτομέρειες΄ -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες