Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεπταισθησία
1 εγγραφή
λεπταισθησία η [leptesθisía] Ο25 : ευαισθησία, ευγένεια, λεπτότητα αισθημάτων.

[λόγ. λεπτ(ο)- + αίσθησ(ις) -ία κατά το ευαισθησία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες