Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεονταρισμός
1 εγγραφή
λεονταρισμός ο [leondarizmós] Ο17 : υπερβολική επίδειξη τόλμης και δύναμης με σκοπό τον εντυπωσιασμό, τον εκφοβισμό του αντιπάλου: Επιδίδεται σε άσκοπους λεονταρισμούς απέναντι σε έναν ανίσχυρο αντίπαλο.

[λόγ. λεοντάρ(ι) -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες