Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λειχήνα
2 εγγραφές [1 - 2]
λειχήνα 1 η [lixína] Ο25 : βιολογική μονάδα που δημιουργείται όταν ενώνονται φύκη και μύκητες: Bρύα και λειχήνες.

[αρχ. λειχήν ὁ, αιτ. -ῆνα μεταπλ. σε θηλ. με βάση την αιτ.]

λειχήνα 2 η : εξανθηματική δερματική πάθηση ανθρώπων και ζώων: Έβγαλα μια ~ στο χείλος.

[λόγ. < αρχ. λειχήν ὁ, αιτ. -ῆνα μεταπλ. σε θηλ. με βάση την αιτ. κατά το λειχήνα 1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες