Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λεηλατώ [leilató] -ούμαι Ρ10.9 : 1. κάνω αρπαγές με τη βία και σε μεγάλη έκταση (σε καιρό πολέμου)· πλιατσικολογώ, λαφυραγωγώ: Οι στρατιώτες λεηλατούσαν την πόλη επί τρεις μέρες. Λεηλατήθηκαν ακόμα και οι εκκλησίες. 2. ληστεύω, κατακλέβω: Οι κλέφτες μπήκαν στο διαμέρισμα / στο κατάστημα και το λεηλάτησαν. 3. (μτφ.) αντλώ, αντιγράφω σε μεγάλη έκταση: Πολλοί νεότεροι έχουν λεηλατήσει τη φρασεολογία και το ύφος του Kαβάφη.
[λόγ. < αρχ. λεηλατῶ]