Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεγεωνάριος
1 εγγραφή
λεγεωνάριος ο [lejeonários] Ο20α : οπλίτης λεγεώνας. || (ειδ.) μέλος της Λεγεώνας των Ξένων.

[λόγ. < ελνστ. λεγιωνάριος `στρατιώτης ρωμαϊκής λεγεώνας΄ < λατ. legionarius & σημδ. γαλλ. légionnaire < λατ. legionarius (ι > ε κατά το λεγεών)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες