Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεία
5 εγγραφές [1 - 5]
λεία η [lía] Ο25α : 1. ό,τι προέρχεται από διαρπαγή σε καιρό πολέμου· λάφυρο: Πολεμική ~. || (ειδ.) για εχθρικά πλοία ή φορτία που συλλαμβάνονται σε καιρό πολέμου από το πολεμικό ναυτικό του αντίπαλου κράτους. 2. προϊόν κλοπής, ληστείας: Οι ληστές του κοσμηματοπωλείου αποκόμισαν πλούσια ~. 3. ζώο που συλλαμβάνεται και κατασπαράζεται από άλλο σαρκοβόρο· (πρβ. βορά): Tο λιοντάρι κατασπαράζει τη ~ του. 4. (μτφ.) αντικείμενο εκμετάλλευσης, κλοπής: Tο δάσος έγινε ~ των οικοπεδοφάγων. Tα πορτοφόλια ήταν εύκολη ~ για τον έμπειρο κλέφτη.

[λόγ. < αρχ. λεία]

λειαίνω [liéno] -ομαι Ρ7.2 : 1. καθιστώ κτ. λείο με κάποια επεξεργασία (π.χ. ξύσιμο ή τρίψιμο): Tρίβει την τραχιά επιφάνεια του ξύλου με γυαλόχαρτο για να τη λειάνει. H πέτρα είναι καλά λειασμένη. 2. (μτφ.) εξομαλύνω κτ.: ~ το λόγο μου / ένα κείμενο, αφαιρώ τις οξύτητες.

[λόγ. < αρχ. λεαίνω, λειαίνω]

λείανση η [líansi] Ο33 : η διαδικασία, η επεξεργασία με την οποία καθίσταται κτ. λείο, η ομαλοποίηση επιφάνειας.

[λόγ. < ελνστ. λείαν(σις) -ση]

λειαντικός -ή -ό [liandikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται στη λείανση, που είναι ικανός, κατάλληλος γι΄ αυτήν: Λειαντικά μηχανήματα, που χρησιμοποιούνται για την κατεργασία διάφορων αντικειμένων και τη λείανση επιφανειών. || (ως ουσ.) τα λειαντικά, φυσικές ή τεχνητές ουσίες σκληρές, με τη μορφή κόκκων, που χρησιμοποιούνται για την κατεργασία ή για τη λείανση διάφορων αντικειμένων ή επιφανειών.

[λόγ. < αρχ. λεαντικός (ε > ει κατά το λειαίνω)]

λείος -α -ο [líos] Ε4 : 1. που είναι χωρίς ανωμαλίες και τραχύτητες στην αφή, στην επιφάνεια, ομαλός. ANT τραχύς, ανώμαλος: Δέρμα λείο και απαλό. Tα έπιπλα είναι καλοδουλεμένα με λείες επιφάνειες και χωρίς ανωμαλίες. 2. (ανατ.) Λείες μυϊκές ίνες, που συνίστανται από την ίδια ουσία, ομοειδείς. Λείοι μύες, που χρησιμεύουν για τις κινήσεις των σπλάχνων.

[λόγ. < αρχ. λεῖος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες