Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λαϊκότροπος -η -ο [laikótropos] Ε5 : 1. για λέξη ιδιωματική ή διαλεκτική που έχει ευρύτερη γεωγραφική ή κοινωνική κατανομή. 2. που γίνεται με βάση λαϊκά πρότυπα.
[λόγ. λαϊκ(ός) -ο- + τρόπ(ος) -ος]