Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαϊκότητα
1 εγγραφή
λαϊκότητα η [laikótita] Ο28 : η ιδιότητα του λαϊκού, αυτού που προέρχεται από το λαό, είναι δημιούργημά του, που απευθύνεται στο λαό ή που τον εκφράζει: Tο πρόβλημα της λαϊκότητας της τέχνης παραμένει σοβαρό. H ~ του νέου θεσμού θα δοκιμαστεί στην πράξη.

[λόγ. λαϊκ(ός) -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες