Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαϊκός
1 εγγραφή
λαϊκός -ή -ό [laikós] Ε1 : 1. που ανήκει, αναφέρεται, απευθύνεται στο λαό3, που προέρχεται από αυτόν, τον εκφράζει ή είναι δημιούργημά του: Λαϊκή τέχνη / μουσική / δημιουργία / κουλτούρα / σοφία. Λαϊκό τραγούδι / καθεστώς. ~ χορός. Λαϊκά αιτήματα. Λαϊκές διεκδικήσεις. Λαϊκοί θεσμοί. Λαϊκό προσκύνημα και ως έκφραση γίνεται λαϊκό προσκύνημα*. || Λαϊκή δημοκρατία, το καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε αρχικά σε χώρες (ιδιαίτερα της Aνατολικής Ευρώπης) μετά το β' παγκόσμιο πόλεμο: Λαϊ κή δημοκρατία της Aλβανίας / της Bουλγαρίας / της Ουγγαρίας / της Yεμένης. || Λαϊκό πανεπιστήμιο, εκπαιδευτικό ίδρυμα που παρέχει γενικές ή επαγγελματικές γνώσεις σε διάφορες κατηγορίες πολιτών, χωρίς να απαιτούνται πιστοποιητικά προηγούμενης φοίτησής τους. || Λαϊκό δικαστήριο, που συγκροτείται για ειδικούς λόγους από εκλεγμένους πολίτες και αντικαθιστά το τακτικό δικαστήριο. || Λαϊκή επιμόρφωση, θεσμός για τη μόρφωση και την εκπαίδευση ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων. || Λαϊκό μέτωπο*. 2. που απευθύνεται, ταιριάζει στο λαό4, που προορίζεται γι΄ αυτόν ή χρησιμοποιείται από αυτόν: Λαϊκή συνοικία / πολυκατοικία / γλώσσα. Λαϊκές τιμές. Λαϊκό εστιατόριο. Λαϊκή αγορά και ως ουσ. η λαϊκή, αγορά που λειτουργεί περιοδικά σε ένα χώρο με τιμές φτηνές και προσιτές στον πολύν κόσμο και στην οποία συνήθ. πουλούν τα προϊόντα τους οι παραγωγοί: Kάθε Tρίτη ψωνίζουμε από τη λαϊκή. || (ως ουσ.) το λαϊκό, το λαϊκό λαχείο: Πάρε ένα λαϊκό. || Λαϊκή απογευματινή, για θεατρική παράσταση με μειωμένο εισιτήριο. || μάγκικος: Λεξικό της λαϊκής. 3. που δεν ανήκει στον κλήρο, στους κληρικούς: Tα λαϊκά μέλη του συνεδρίου διαφώνησαν με τους κληρικούς. || (ως ουσ.) ο λαϊκός. ANT κληρικός. λαϊκά ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: 1, 2: ελνστ. λαϊκός & σημδ. γαλλ. populaire· 3: σημδ. (ελνστ.) από τα εβρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες