Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαϊκίστικος
1 εγγραφή
λαϊκιστικός -ή -ό [laikistikós] Ε1 & λαϊκίστικος -η -ο [laikístikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο λαϊκισμό: Λαϊκιστική κυβέρνηση. Kόμμα / πολιτική λαϊκιστικού χαρακτήρα. λαϊκιστικά & λαϊκίστικα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. λαϊκ(ός) -ιστικός μτφρδ. αγγλ. populist, populistic· λαϊκ(ιστικός) -ίστικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες