Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λαχτάρα η [laxtára] Ο25α : 1. έντονη επιθυμία, πόθος: Tη φίλησε / την αγκάλιασε με ~. 2. αγωνιώδης προσδοκία, αδημονία, ανυπομονησία: Περιμένω με ~ το γράμμα σου / τα αποτελέσματα των εξετάσεων. ~ για περιπέτεια. 3. έντονη συγκίνηση, ψυχική ταραχή, ξαφνικός φόβος: Πέρασα / πήρα μια ~! 4. το γεγονός που προκαλεί ταραχή, φόβο κτλ.: Έπαθα πολλές λαχτάρες σήμερα.
[μσν. λακτάρα με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < *λάκτ(α) -άρα κατά το τρομάρα < λακτ(ίζω) (μτφ. για την καρδιά) -α (αναδρ. σχημ.)]
- λαχταρώ [laxtaró] & -άω Ρ10.1α : 1. επιθυμώ έντονα, κατέχομαι από διακαή πόθο: Λαχταράει να δει το παιδί της. Λαχτάρησα να φάω χταπόδι. || επιθυμώ να δω, να συναντήσω κπ.: Σε λαχταρήσαμε τόσον καιρό. 2. περιμένω, προσδοκώ με αγωνία, ανυπομονώ: ~ τη στιγμή που θα τη σφίξω στην αγκαλιά μου. 3. νιώθω έντονη συγκίνηση, ψυχική ταραχή, ξαφνικό φόβο: Tρόμαξα πολύ, λαχτάρησε η καρδιά μου. Aκούσαμε πως τον χτύπησε αυτοκίνητο και λαχταρήσαμε. || κάνω κπ. να νιώσει ψυχική ταραχή, φόβο: Άργησες να γυρίσεις και μας λαχτάρησες.
[μσν. λακταρώ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < λακταρ(ίζω) (δες στο λαχταρίζω) μεταπλ. -ώ με βάση το συνοπτ. θ. λακταρισ-]