Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λαχαίνω [la
éno] Ρ αόρ. έλαχα, απαρέμφ. λάχει (συνήθ. στο γ' πρόσ.) : (οικ.) για κτ. που συμβαίνει κατά σύμπτωση, κατά τύχη, που είναι αποτέλεσμα τυχαίας επιλογής· τυχαίνω: Σ΄ εμένα έλαχε ο κλήρος να μιλήσω. Είναι να μη σου λάχει το κακό, να μη σου τύχει. Δεν τρώω ό,τι λάχει. ΠAΡ έκφρ. εμείς οι Bλάχοι*, όπως λάχει. || ~ κπ. στο δρόμο, τον συναντώ τυχαία. [αρχ. λαγχάνω μεταπλ. -αίνω με βάση το συνοπτ. θ. λαχ- (πρβ. αόρ. ἔλαχον)]