Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λατρεία
1 εγγραφή
λατρεία η [latría] Ο25 : 1. η αγάπη, η αφοσίωση, η ευσέβεια προς το Θεό: H ~ στον ένα και μοναδικό Θεό. Ο ναός είναι τόπος λατρείας. H ~ των θεών του Ολύμπου. || H ~ των προγόνων / των ηρώων. 2. τα λόγια και οι πράξεις με τις οποίες εκδηλώνεται η αγάπη, η ευσέβεια, η αφοσίωση προς το Θεό: H τελετουργία της χριστιανικής λατρείας. 3. η υπερβολική αγάπη προς πρόσωπα, πράγματα, προς πνευματικές ή άλλες δραστηριότητες: Έχει ~ στη γυναίκα του / στα παιδιά του. Tην κοιτάζει με ~. Hθοποιοί, ποδοσφαιριστές, πολιτικοί γίνονται συχνά αντικείμενο λατρείας. H ~ του χρήματος / του κέρδους. Είναι μεγάλη η ~ του για τη μουσική / για τα σπορ / για το θέατρο. 4. (κυρ. για πρόσωπο) το αντικείμενο της υπερβολικής αγάπης: Γιατί, ~ μου, με στενοχωρείς; Ο κινηματογράφος είναι η μεγάλη ~ της.

[λόγ. < αρχ. λατρεία `υπηρεσία σε θεό΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες