Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λατινικούρα
1 εγγραφή
λατινικούρα η [latinikúra] Ο25α : (περιπαικτικά) εξεζητημένη λατινική λέξη ή έκφραση ή χρήση της λατινικής γλώσσας.

[λατινικ(ά) -ούρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες