Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λαστέξ το [lastéks] Ο (άκλ.) : α. είδος φυσικού ή συνθετικού υφάσματος, το οποίο έχει συνυφανθεί με ίνες από καουτσούκ που το καθιστούν ιδιαίτερα ελαστικό: Εσώρουχα από ~. || (ως επίθ.): Kορσέδες / στηθόδεσμοι / κηλεπίδεσμοι ~. β. είδος γυναικείου εσώρουχου από λαστέξ που σφίγγει το σώμα: Φοράει ~ για να μην τονίζεται πολύ η περιφέρειά της.
[λόγ. < γαλλ. lastex σήμα κατατ.]