Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λασπώνω [laspóno] -ομαι Ρ1 : 1. λερώνω, λερώνομαι με λάσπη: Λάσπωσα τα παπούτσια / τα ρούχα μου. Λάσπωσε η αυλή από τη βροχή. Mην μπαίνεις μέσα με λασπωμένα παπούτσια. 2. (μτφ.) α. γίνομαι σαν λάσπη: Λάσπωσαν τα μακαρόνια. β. προσβάλλω, κηλιδώνω την υπόληψη κάποιου, σπιλώνω.
[λάσπ(η) -ώνω]