Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λαρυγγοσκόπιο το [lariŋgoskópio] Ο40 : (ιατρ.) ειδικό όργανο για την εξέταση του λάρυγγα.
[λόγ. < γαλλ. laryngoscope < laryngo- = λαρυγγο- + -scope = -σκόπιον]