Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαρυγγοσκόπηση
1 εγγραφή
λαρυγγοσκόπηση η [lariŋgoskópisi] Ο33 : (ιατρ.) η εξέταση του λάρυγγα με ειδικά όργανα.

[λόγ. < γαλλ. laryngoscopie < laryngo- = λαρυγγο- + -scopie = -σκόπη(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες