Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λαοφιλής -ής -ές [laofilís] Ε10 : που είναι αγαπητός στο λαό, δημοφιλής: ~ ηγέτης / κυβερνήτης / πρωθυπουργός.
[λόγ. λαο- + φιλ(ώ) -ής κατά το ελνστ. δημοφιλής]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. λαο- + φιλ(ώ) -ής κατά το ελνστ. δημοφιλής]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |