Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαντό
1 εγγραφή
λαντό το [landó] Ο (άκλ.) : τύπος κλειστής επιβατικής άμαξας με τέσσερις τροχούς, που την έσερναν δύο άλογα.

[λόγ. < γαλλ. landau < γερμ. τοπων. Landau]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες