Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λανσάρω
1 item total
λανσάρω [lansáro] -ομαι Ρ6 : παρουσιάζω, εισάγω, προβάλλω κτ. καινούριο, θέτω σε πρώτη χρήση: ~ μια νέα μόδα / ένα καινούριο τραγούδι / ένα νέο χορό / ένα καινούριο προϊόν / μια καινούρια ιδέα / ένα νέο καλλιτέχνη. Στην εποχή μας λανσάρονται καινούρια κοινωνικά πρότυπα.

[λόγ. < γαλλ. lanc(er) -άρω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go