Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαμπυρίζω
1 εγγραφή
λαμπυρίζω [lambirízo] Ρ2.1α : ακτινοβολώ με μικρές, διακεκομμένες λάμψεις: Tα άστρα λαμπύριζαν στον καθαρό ουρανό.

[ελνστ. λαμπυρίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες