Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λαμπερός -ή -ό [lamberós] Ε1 : που εκπέμπει άμεσα ή από αντανάκλαση έντονο, ζωηρό φως· (πρβ. λαμπρός): ~ ήλιος. Λαμπερά κοσμήματα / αστέρια. || (επέκτ.) που είναι φωτεινός, που ακτινοβολεί: Λαμπερό πρόσωπο. Λαμπερά μάτια.
λαμπερά ΕΠIΡΡ. [μσν. λαμπερός < λάμπ(ω) -ερός (διαφ. το αρχ. λαμπηρός `γλιτσιασμένος΄)]