Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λαμπαδηδρόμος ο [lambaδiδrómos] Ο18 : 1. αυτός που παίρνει μέρος σε λαμπαδηδρομία. 2. καθένας από τους αθλητές που μεταφέρουν τη φλόγα των ολυμπιακών αγώνων από την Ολυμπία στο χώρο τέλεσής τους: Ο τελευταίος ~ θα είναι Έλληνας.
[λόγ. λαμπαδηδρομ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.) (διαφ. το συγγ. μσν. λαμπαδηδρόμος αγών `λαμπαδηδρομία΄)]