Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαμπίκος
1 εγγραφή
λαμπίκος [lambíkos] & λαμπίκο [lambíko] (ως επίρρ.) : (προφ.) για οτιδήποτε ιδιαίτερα καθαρό, διαυγές, λαμπερό: Έκανε το σπίτι / τα πιάτα / τα σκεύη λαμπίκο. Tο νερό / το λάδι είναι ~.

[μσν. λαμπίκον (& μεταπλ. σε αρσ. με βάση την αιτ.) αντδ. < αραβ. al-ambīq ή μέσω του βεν. lambico < ελνστ. ἄμβιξ `κάδος για διύλιση΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες