Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λακτίζω
1 εγγραφή
λακτίζω [laktízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) κλοτσώ.

[λόγ. < αρχ. λακτίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες