Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λακίζω
1 εγγραφή
λακίζω [lakízo] Ρ2.1α & (σπάν.) λακώ [lakó] & -άω Ρ10.1α : (οικ.) φεύγω, απομακρύνομαι γρήγορα, τρέπομαι σε φυγή, το βάζω στα πόδια κυρίως μπροστά σε εχθρό, αντίπαλο ή κίνδυνο· το σκάω: Λακίσανε τρομαγμένοι μπρος στην ορμή των αντιπάλων. Όταν με είδε, λάκισε σαν λαγός.

[λακώ: ελνστ. λακῶ `σκάω΄ ή μέσω του μσν. γλακώ `τρέχω΄ < ελνστ. *ἐκλακῶ < ἐκ- λακῶ· λακίζω: λακ(ώ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. λακησ-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες