Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λακές
1 εγγραφή
λακές ο [lakés] Ο13 : 1. ένστολος υπηρέτης των ευγενών. 2. (μτφ.) αυτός που με δουλοπρέπεια υπηρετεί τα συμφέροντα τρίτων: Οι ντόπιοι λακέδες του ιμπεριαλισμού.

[γαλλ. laquais ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες