Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαδιά
2 εγγραφές [1 - 2]
λαδής -ιά -ί [laδís] Ε8 & λαδί [laδí] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα του λαδιού: Λαδί φουστάνι / πουκάμισο. Mια λαδί μπλούζα. || (ως ουσ.) το λαδί, το λαδί χρώμα.

[λάδ(ι) -ής· λάδ(ι) -ί 4]

λαδιά η [laδjá] Ο24 : 1. λεκές από λάδι ή από άλλη λιπαρή ουσία: Tα ρούχα του είναι γεμάτα λαδιές. 2. (μτφ.) δόλια, πλάγια και συνήθ. απροσδόκητη ενέργεια σε βάρος κάποιου, βρομοδουλειά: Δεν περίμενα από σένα (να μου κάνεις) τέτοια ~.

[λάδ(ι) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες