Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαγγεύω
1 εγγραφή
λαγγεύω [langévo] -ομαι Ρ5.2 (συνήθ. παθ.) : (λογοτ.) λιγώνομαι, χαυνώνομαι ιδίως από ερωτικό πόθο: H λαγγεμένη Aνατολή, λάγνα, φιλήδονη. Mάτια λαγγεμένα, γλαρωμένα.

[μσν. *λαγγεύω (πρβ. μσν. λάγγεμα) < αρχ. λαγγ(άζω) `χαλαρώνω΄ μεταπλ. -εύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες