Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαίλαπα
1 εγγραφή
λαίλαπα η [lélapa] Ο28 : 1. εξαιρετικά ισχυρός άνεμος σύντομης σχετικά διάρκειας και με απότομες και συνήθ. μεγάλες αλλαγές στη διεύθυνσή του: ~ έπληξε τις βόρειες ακτές του νησιού και προξένησε καταστροφές. 2. (μτφ.) για κτ. που προξενεί ζημιές, καταστροφές μεγάλης έκτασης: H ~ του β' παγκόσμιου πολέμου σάρωσε την Ευρώπη.

[λόγ. < αρχ. λαῖλαψ, αιτ. -απα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες