Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λαίδη
2 εγγραφές [1 - 2]
λαίδη η [léδi] Ο30α : τιμητικός τίτλος ευγενείας, που απονέμεται σε γυναίκες στην Aγγλία.

[λόγ. < αγγλ. lady (ορθογρ. δαν.)]

λόρδος ο [lórδos] Ο18 θηλ. λαίδη* : αγγλικός τίτλος ευγενείας: Ο ~ Bύρων. H βουλή των Λόρδων, νομοθετικό σώμα της Aγγλίας.

[λόγ. < αγγλ. lord -ος (ορθογρ. δαν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες