Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λίπος το [lípos] Ο46 : 1. οργανική ουσία σε στερεά συνήθ. μορφή, που βρίσκεται στο σώμα του ανθρώπου και των ζώων· πάχος: Kεκορεσμένα / ακόρεστα λίπη. Ο οργανισμός καλύπτει με το ~ τις ανάγκες του για θερμαντική ενέργεια. Tο κρέας δεν τρώγεται, είναι γεμάτο ~. 2. κάθε ουσία που έχει ανάλογη σύσταση: Φυτικά / ορυκτά / μαγειρικά λίπη.
[λόγ.: 1: αρχ. λίπος· 2: σημδ. γαλλ. graisse & αγγλ. fat]
- λιπόσαρκος -η -ο [lipósarkos] Ε5 : που του λείπει κρέας, αδύνατος· ισχνός: Λιπόσαρκο σώμα / πρόσωπο.
[λόγ. < αρχ. λιπόσαρκος]
- λιποσυλλέκτης ο [liposiléktis] Ο10 : συσκευή ή εξάρτημα που συλλέγει, που συγκρατεί το λίπος.
[λόγ. λιπο- 2 + συλλέκτης]