Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λίγωμα το [líγoma] Ο49 : λιγούρα, λιγωμάρα.
[μσν. λίγωμα < λιγώ(νω) -μα]
- λιγωμάρα η [liγomára] Ο25α : λιγούρα, λίγωμα.
[μσν. λιγωμάρα < λίγωμ(α) -άρα]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μσν. λίγωμα < λιγώ(νω) -μα]
[μσν. λιγωμάρα < λίγωμ(α) -άρα]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |