Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λίγωμα
2 εγγραφές [1 - 2]
λίγωμα το [líγoma] Ο49 : λιγούρα, λιγωμάρα.

[μσν. λίγωμα < λιγώ(νω) -μα]

λιγωμάρα η [liγomára] Ο25α : λιγούρα, λίγωμα.

[μσν. λιγωμάρα < λίγωμ(α) -άρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες