Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λίβας ο [lívas] Ο3 : 1. ξηρός και ιδιαίτερα θερμός άνεμος (ιδ. νοτιοδυτικός): Ο ~ έκαψε τα σπαρτά / τα αμπέλια. 2. (μτφ.) για κτ. το καταστροφικό: Οι κατακτητές πέρασαν σαν το λίβα από τον τόπο.
[μσν. λίβας < ελνστ. λίψ, αιτ. λίβα]