Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λίαν
9 εγγραφές [1 - 9]
λίαν [lían] επίρρ. : (λόγ.) πάρα πολύ: ~ καλώς, βαθμός αξιολόγησης κυρίως στην εκπαίδευση (αμέσως μετά το «άριστα»). ~ επιεικώς, με μεγάλη επιείκεια. ~ συντόμως, πολύ σύντομα.

[λόγ. < αρχ. λίαν]

λιανεμπόριο το [lanembório] Ο42 : το λιανικό εμπόριο. ANT χοντρεμπόριο: Tιμές λιανεμπορίου.

[λόγ. λιαν(ός) + εμπόριον]

λιανίζω [lanízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. κόβω σε πολύ μικρά κομμάτια, κομματιάζω, κατατεμαχίζω: ~ το κρέας. 2. (μτφ.) α. δέρνω κπ. πολύ και άγρια: Aν πέσεις στα χέρια μου, θα σε λιανίσω. Θα σου λιανίσω τα κόκαλα. β. κατατροπώνω, κατανικώ τον αντίπαλο, τον καταστρέφω ολοκληρωτικά: Tους έστησαν ενέδρα και τους λιάνισαν.

[μσν. λιανίζω < λιαν(ός) -ίζω]

λιανικός -ή -ό [lanikós] Ε1 : που αναφέρεται σε εμπορεύματα τα οποία διατίθενται στον καταναλωτή σε σχετικά μικρές ποσότητες. ANT χοντρικός: Λιανική πώληση / αγορά. Λιανικό εμπόριο. Aυξήθηκε η λιανική τιμή του καφέ. || (ως ουσ.) η λιανική, η λιανική πώληση / αγορά: Aγοράζω / πουλάω κτ. σε τιμή λιανικής. λιανικά & (λόγ.) λιανικώς ΕΠIΡΡ.

[μσν. λιανικός < λιαν(ός) -ικός· λόγ. λιανικ(ός) -ώς]

λιάνισμα το [lánizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του λιανίζω.

[λιανισ- (λιανίζω) -μα]

λιανοπωλητής ο [lanopolitís] Ο7 : αυτός που διαθέτει εμπόρευμα στον καταναλωτή σε μικρές σχετικά ποσότητες. ANT χοντρέμπορος: Tιμή / κέρδος λιανοπωλητή.

[λόγ. λιαν(ός) -ο- + πωλητής]

λιανός -ή -ό [lanós] Ε1 : (λαϊκότρ.) λεπτός, ισχνός. || (ως ουσ.) τα λιανά: α. μικρά κομμάτια από ένα διαμελισμένο σύνολο. ΦΡ το / τα κάνω λιανά, εξηγώ λεπτομερώς: Δεν καταλάβαμε, (για) κάν΄ τα μας λιανά· ΣYN ΦΡ τα κάνω ψιλά. β. (για χρήματα) τα ψιλά, τα κέρματα.

[μσν. λιανός < λεί(ος) -ανός (ορθογρ. απλοπ.)]

λιανοτούφεκο το [lanotúfeko] & λιανοντούφεκο το [lanodúfeko] Ο41 : 1. ελαφρό όπλο: Ξεκίνησαν τη μάχη με μερικά λιανοτούφεκα. 2. (πληθ.) αραιοί πυροβολισμοί από τουφέκια: Έπεσαν μερικά λιανοντούφεκα.

[λιαν(ός) -ο- + τουφέκ(ι), ντουφέκ(ι) -ο]

λιανοτράγουδο το [lanotráγuδo] Ο41 : δίστιχο δημοτικό τραγούδι.

[λια ν(ός) -ο- + τραγούδ(ι) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες