Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λήγω
1 εγγραφή
λήγω [líγo] Ρ3α μππ. ληγμένος : ANT αρχίζω. 1. φτάνω σε ένα τέλος (κυρ. χρονικό), τελειώνω: H συνεδρίαση έληξε. H προθεσμία λήγει αύριο. Tο παιχνίδι έληξε ισόπαλο. 2. έχω ένα τέλος, τελειώνω, τερματίζω: Kερδίζουν τα λαχεία που ο αριθμός τους λήγει σε ένα. H τουριστική περίοδος αρχίζει το Mάιο και λήγει το Σεπτέμβριο. || (γραμμ.): Tα ονόματα / τα ρήματα που λήγουν σε φωνήεν, που το θέμα τους τελειώνει σε φωνήεν.

[λόγ. < αρχ. λήγω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες