Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λέσι το [lési] Ο44 : 1. το πτώμα ζώου, το ψοφίμι και η δυσάρεστη οσμή που αυτό αναδίδει, η δυσοσμία, η βρόμα. 2. (μτφ., λαϊκ.) α. για κπ. υπερβολικά νωθρό, αδύναμο, κουρασμένο· ψοφίμι. β. για κπ. υπερβολικά βρόμικο.
[μσν. λέσι < τουρκ. leş `ψοφίμι΄ -ι]
- λεσιάρης -α -ικο [lesxáris] Ε9 : (λαϊκ.) για άνθρωπο υπερβολικά βρόμικο, κακοντυμένο, απεριποίητο: Στην καφετέρια αυτή συχνάζουν όλοι οι λεσιάρηδες της περιοχής.
[λέσ(ι) -ιάρης]