Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λέπυρο
1 εγγραφή
λέπυρο το [lépiro] Ο42 : φλούδα που περιβάλλει τον καρπό των σιτηρών.

[λόγ. < ελνστ. λέπυρον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες