Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λέμφος
1 εγγραφή
λέμφος η [lémfos] Ο35 : κολλώδες, λεπτόρρευστο και διαφανές υγρό που κυκλοφορεί στο σώμα μέσο αγγείων και συντελεί σε θρεπτικές και απεκκριτικές λειτουργίες.

[λόγ. < αρχ. λέμφος, ὁ `μύξα΄ από σφαλερή ταύτιση με το γαλλ. lymphe (θηλ., γαλλ. προφ. [l], ρινικό [ε], [f] ) < νλατ. lympha `λέμφος΄ < λατ. lympha `νερό΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες