Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λέμβος
1 εγγραφή
λέμβος η [lémvos] Ο35 : 1. (λόγ.) μικρό σκάφος που κινείται με κουπιά, πανιά ή μηχανή· βάρκα: Δίκωπη / τετράκωπη ~. Σωσίβια / ναυαγοσωστική ~. 2. το καλάθι των επιβατών του αερόστατου.

[λόγ. < αρχ. λέμβος ὁ, αλλ. σε θηλ. κατά τη λ. βάρκα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες