Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λάχανο
7 εγγραφές [1 - 7]
λάχανο το [láxano] Ο41 : 1. ποώδες καλλιεργούμενο φυτό, σφαιρικού σχήματος, με μεγάλα σαρκώδη φύλλα που τρώγονται ωμά, μαγειρεμένα ή τουρσί: ~ σαλάτα / τουρσί. Kρέας με ~. ΦΡ σιγά / σπουδαία τα λάχανα!, για κτ. τελείως ασήμαντο, ευτελές ή αδιάφορο. τον φάγανε ~, τον σκότωσαν κρυφά ή άδικα, τον εξουδετέρωσαν. ΠAΡ Aκριβός* στα πίτουρα και φτηνός στα λάχανα / στ΄ αλεύρι. Όμοιος τον όμοιο και η κοπριά* στα λάχανα. Άφραχτος* κήπος, έρημα τα λάχανα. 2. (πληθ.) καλλιεργούμενα ή αυτοφυή φαγώσιμα χόρτα· λαχανικά. λαχανάκι το YΠΟKΟΡ: Λαχανάκια Bρυξελλών, ποικιλία λάχανου με πολύ μικρό μέγεθος.

[μσν. λάχανο < αρχ. λάχανον `καλλιεργημένο χορταρικό, ήμερο λάχανο΄]

λαχανο- [laxano] & λαχανό- [laxanó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & λαχαν- [laxan], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις: 1. με αναφορά στο λάχανο: ~ντολμάς, λαχανόρυζο, λαχανόφυλλο. 2. με αναφορά στα λαχανικά: λαχαναγορά, λαχανόκηπος, ~πώλης, ~πώλισσα.

[1: αρχ. λαχαν(ο)- θ. του ουσ. λάχα νο(ν) ως α' συνθ.: αρχ. λαχανο-πωλήτρια `μανάβισσα΄, ελνστ. λαχανο-πωλεῖον `μανάβικο΄, μσν. λαχανό-πιτα· 2: λόγ. < αρχ. λαχαν(ο)- & σημδ. γερμ. Gemüse ή γαλλ. légumes: λαχανό-κηπος (δες λ.)]

λαχανόκηπος ο [laxanókipos] Ο20 : κήπος όπου καλλιεργούνται λαχανικά.

[λόγ. λαχανο- + κήπος μτφρδ. γαλλ. jardin potager ή γερμ. Gemüse garten]

λαχανοντολμάς ο [laxanodolmás] Ο1 : ντολμάς που τυλίγεται σε φύλλα λάχανου· λαχανοσαρμάς.

[λαχανο- + ντολμάς]

λαχανόπιτα η [laxanópita] Ο27 : πίτα από χορταρικά· χορτόπιτα.

[μσν. λαχανόπιτα < λαχανο- + -πιτα]

λαχανοσαρμάς ο [laxanosarmás] Ο1 : ο λαχανοντολμάς.

[λαχανο- + σαρμάς]

λαχανόφυλλο το [laxanófilo] Ο41 : το μεγάλο, σαρκώδες φύλλο του λάχανου.

[λαχανο- + φύλλο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες