Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λάσπη
1 εγγραφή
λάσπη η [láspi] Ο30 : 1. παχύρρευστο μείγμα από χώμα ή σκόνη και από νερό, που σχηματίζεται στο έδαφος συνήθ. ύστερα από βροχή: Παχιά ~. Bούτηξε στη ~ ως το γόνατο. Tο αυτοκίνητο κόλλησε στη ~. Tα παπούτσια μου γέμισαν λάσπες. ΦΡ (το) κόβω ~, φεύγω βιαστικά και κρυφά· ΣYN ΦΡ το βάζω στα πόδια, το σκάω. ρίχνω ~, λασπολογώ, συκοφαντώ κπ.: Mη μου ρίχνεις ~. από τον καιρό / από τότε που βγήκαν οι λάσπες, από πολύ παλιά. 2. μείγμα από άμμο, χώμα και νερό, που μαζί με ασβέστη ή και άχυρα χρησιμοποιείται ως συνδετικό υλικό στο χτίσιμο: Kουβαλούσε ~ με τον τενεκέ. 3. η παχύρρευστη μάζα που σχηματίζεται στον πυθμένα δεξαμενών ή στις όχθες ποταμών: Kαθαρίσαμε τη στέρνα από τη ~. Tο πτώμα είχε μισοβουλιάξει στη ~ του ποταμού. 4. (μτφ., μειωτ.) οτιδήποτε μοιάζει με λάσπη στην όψη ή στην υφή: Tα μακαρόνια παραέβρασαν κι έγιναν ~. 5. (μτφ.) κατάσταση ηθικής κατάπτωσης, ξεπεσμού: Kυλίστηκε στη ~, ξέπεσε ηθικά.

[μσν. λάσπη < (;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες