Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λάκα η [láka] Ο25α : συνθετικό βερνίκι διαφανές, χρωστικό, που χρησιμοποιείται για την επάλειψη κυρίως ξύλινων επιφανειών.
[ιταλ. lacca < αραβ. lākh (από τα σανσκρ.)]
- λακάρισμα το [lakárizma] Ο49 : η εργασία επάλειψης με λάκα.
[λακαρισ- (λακάρω δες λακαρισμένος) -μα]
- λακαρισμένος -η -ο [lakarizménos] Ε3 : λακαριστός.
[μππ. του ρ. λακάρω < λάκ(α) -άρω]
- λακαριστός -ή -ό [lakaristós] Ε1 : που τον έχουν επαλείψει με λάκα: Λακαριστά έπιπλα.
[λακαρισ- (λακάρω δες λακαρισμένος) -τός]
- λακίζω [lakízo] Ρ2.1α & (σπάν.) λακώ [lakó] & -άω Ρ10.1α : (οικ.) φεύγω, απομακρύνομαι γρήγορα, τρέπομαι σε φυγή, το βάζω στα πόδια κυρίως μπροστά σε εχθρό, αντίπαλο ή κίνδυνο· το σκάω: Λακίσανε τρομαγμένοι μπρος στην ορμή των αντιπάλων. Όταν με είδε, λάκισε σαν λαγός.
[λακώ: ελνστ. λακῶ `σκάω΄ ή μέσω του μσν. γλακώ `τρέχω΄ < ελνστ. *ἐκλακῶ < ἐκ- λακῶ· λακίζω: λακ(ώ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. λακησ-]