Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λάγιος
1 εγγραφή
λάγιος -α -ο [lájos] Ε4 : (λαϊκότρ.) γκρίζος, με μαύρο τρίχωμα, κυρίως για πρόβατα: Λάγιο αρνί.

[βλάχ. lai(ŭ) `μαύρος΄ -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες