Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κύρωση
1 εγγραφή
κύρωση η [kírosi] Ο33 : I. η ενέργεια του κυρώνω: H σύμβαση ισχύει από τη στιγμή της κύρωσής της. II. (συνήθ. πληθ.) καθορίζω και επιβάλλω κάποια ποινή εναντίον εκείνου τον οποίο θεωρώ υπεύθυνο για κτ.: Θα επιβληθούν αυστηρές κυρώσεις στους παραβάτες του νόμου. Θα υπάρξουν κυρώσεις εάν δε συμμορφωθείς με τους κανονισμούς της υπηρεσίας. Tι κυρώσεις θα έχω αν καθυστερήσω την εξόφληση του λογαριασμού;

[λόγ.: Ι: αρχ. κύρω(σις) -ση· ΙΙ: σημδ. γαλλ. sanction]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες