Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κύρης ο [kíris] Ο11 : (λαϊκότρ.) ο πατέρας, ο σύζυγος ή γενικά ο αρχηγός της οικογένειας, ο αφέντης. ΠAΡ ΦΡ κατά μάνα* κατά κύρη (κατά γιο και θυγατέρα).
[μσν. κύρης < αρχ. κύριος `που έχει εξουσία, αφέντης΄ με αποφυγή της χασμ.]