Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κύμανση
1 εγγραφή
κύμανση η [kímansi] Ο33 : η διακύμανση.

[λόγ. < αρχ. κύμαν(σις) `κυμάτισμα΄ -ση σημδ. γαλλ. fluctuation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες