Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κύλινδρος
1 εγγραφή
κύλινδρος ο [kílinδros] Ο19 : 1. στερεό επίμηκες γεωμετρικό σώμα το οποίο αποτελείται απο δύο ίσες κυκλικές ή ελλειψοειδείς βάσεις και από μία κυρτή επιφάνεια, η οποία σχηματίζεται από την πλήρη περιστροφή ενός ορθογωνίου γύρω από μία πλευρά του: Bάση / ύψος κυλίνδρου. Όγκος κυλίνδρου. || χειρόγραφο από πάπυρο ή περγαμηνή τυλιγμένο γύρω από κυλινδρικό ραβδί. 2. όργανο ή εξάρτημα οργάνου το οποίο έχει τη μορφή κυλίνδρου: ~ τυπογραφικής μηχανής. Ο ~ του σιδερωτήριου. || (μηχ.) είδος σωλήνα, κενού εσωτερικά, μέσα στον οποίο παλινδρομεί το έμβολο της μηχανής: Mηχανή με τέσσερις κυλίνδρους, τετρακύλινδρη. 3. (ιατρ.) καθένα από τα μικροσκοπικά σωματίδια κυλινδρικής μορφής που βρίσκονται στα ούρα.

[λόγ.: 1: αρχ. κύλινδρος· 2: σημδ. γαλλ. cylindre (στη σημερ. σημ.) < λατ. cylindrus < αρχ. κύλινδρος· 3: σύντμ. του νλατ. cylindruria < cylindr(oides) = κυλινδρ(οειδής) + -uria = -ουρία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες